σπύραθος

σπύραθος
και πύραθος, ὁ, ἡ, Α
στρογγυλή, σπειροειδής κοπριά, ιδίως τών αιγοπροβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων με επίθημα -θος (πρβλ. ὄνθος, σπέλεθος), που μαρτυρείται και χωρίς αρκτικό σ- (πρβλ. πύραθος), αλλά και με δασύ σύμφωνο -φ-: σφυρ-άς (πρβλ. σπόγγος / σφόγγος). Ο τ. έχει παραχθεί από ένα προσηγορικό σε -ο ή -- που μαρτυρείται στη Βαλτική: λιθουαν. spira, spiros «περίττωμα μικρού ζώου», λεττον. spiras- και εμφανίζει, όπως και οι τ. τής Βαλτικής, τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας με φωνηεντισμό -υ- (πρβλ. σπυρίς, ἄγυρις, λύκος). Στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ανάγεται και ο παράλληλος τ. σπυρ-άς σχηματισμένος με επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. λιθ-άς, ισχ-άς). Αντίθετα, με φωνηεντισμό -ο-, δασεία οδοντική παρέκταση -θ- (πρβλ. σπυρ-θίζω) και εκφραστικό επίθημα -υγγες (πρβλ. στόρθ-υγξ) μαρτυρείται ο τ. σπόρθ-υγγες (< IE *spor-dh-), που συνδέεται με τα ισλδ. spard «κόπρος προβάτου» και sperdill «κόπρος αίγας». Οι τ., τέλος, συνδέονται πιθ. με την οικογένεια τού ρ. σπαίρω* και τής λ. σφαίρα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπύραθος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπυράθοις — σπύραθος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπυράθους — σπύραθος fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπυράθων — σπύραθος fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπύραθοι — σπύραθος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπύραθον — σπύραθος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπυράθιον — και σπυρίθιον, τὸ, Α [σπύραθος] σπύραθος* …   Dictionary of Greek

  • σπυραθία — και αττ. τ. σφυραθία, ἡ, Α [σπύραθος] σπύραθος* …   Dictionary of Greek

  • πυρός — (I) και σπυρός, ὁ, Α 1. το σιτάρι, ο σίτος 2. κόκκος σιταριού 3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» το φυτό χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία τού σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pūro «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν… …   Dictionary of Greek

  • πύραθος — ὁ, Α (ποιητ. τ.) (κυρίως στον πληθ.) οἱ πυραθοι βλ. σπύραθος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”